λεπτοκεραμεύς

λεπτοκεραμεύς
λεπτο-κερᾰμεύς, έως, ,
A potter, jar-maker, ib.71.343 (iv A.D.), 73.5 (vi A.D.), Sammelb. 2137.4 (vi/vii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπτοκεραμεύς — λεπτοκεραμεύς, έως, ὁ (ΑM) κατασκευστής πιθαριών, σταμνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κεραμεύς] …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκεραμείον — λεπτοκεραμεῑον, τὸ (Α) [λεπτοκεραμεύς] πάπ. εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πιθάρια, στάμνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”